ψιλός

ψιλός
-ή, -ό / ψιλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος
2. (ειδικά) φαλακρός
3. (για έδαφος) άδενδρος
4. φρ. «ψιλά σύμφωνα»
γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν ακολουθεί εκπνοή αέρα, αλλ. μη δασέα σύμφωνα
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, λεπτός, φτενός (α. «ψιλό ύφασμα» β. «ψιλή κλωστή» γ. «ψιλός σωλήνας»)
2. (για φωνή) οξύς, διαπεραστικός
3. το θηλ. ως ουσ. η ψιλή
γραμμ. (παλαιότερα) το ένα από τα δύο πνεύματα τής ελληνικής γραφής, όμοιο με κόμμα, που σημειωνόταν πάνω από το αρχικό φωνήεν λέξεων και δήλωνε ανεπαίσθητη παρουσία ή πλήρη απουσία εκπνοής αέρα κατά την προφορά του
4. το ουδ. ως ουσ. το ψιλό
το ούρο, το κατούρημα («θέλω να κανω το ψιλό μου»)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψιλά
α) νομίσματα μικρής αξίας, κέρματα
β) (γενικά) χρήματα, παράδες
6. φρ. α) «[αυτά είναι] ψιλά γράμματα»
μτφ. i) πράγματα δύσκολα στην κατανόηση ή εκμάθησή τους
ii) ασήμαντες λεπτομέρειες
β) «κάνω ψιλά» — αλλάζω χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας με άλλα περισσότερα, μικρότερης το καθένα, αλλά ίσης συνολικής αξίας με εκείνο
γ) «περνά [ή πέρασε] στα ψιλά»
(για είδηση ή γεγονός) δεν τού δόθηκε η πρέπουσα αξία και σημασία, υποτιμήθηκε
δ) «ψιλῴ ονόματι»
(λόγιος τ.) απλώς κατ' όνομα, χωρίς ουσιαστική δύναμη ή εξουσία
ε) «ψιλή κυριότητα»
(αστ. δίκ.) η κυριότητα από την οποία έχει αφαιρεθεί η επικαρπία, η χρήση και κάρπωση τού πράγματος, αλλ. γυμνή κυριότητα, σε αντιδιαστολή προς την πλήρη κυριότητα
αρχ.
1. (για ζώο) άτριχος
2. (για πτηνό) άπτερος
3. (για τάπητα) ο χωρίς πέλος («ψιλαὶ δὲ περσικαὶ τὴν ἀνὰ μέσον τῶν ποδῶν χώραν ἐκάλυπτον», Καλλίξ.)
4. (για πρόσ.) γυμνός («ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν», Σοφ.)
5. στερημένος ή χωρισμένος από κάτι
6. απογυμνωμένος από τα εξαρτήματά του
7. στρ. α) ο ελαφρά οπλισμένος
β) άοπλος
γ) (κατ' επέκτ.) απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος
8. (για λόγο) ο μη έμμετρος, πεζός («λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες», Πλάτ.)
9. (για ποίηση) ο χωρίς μουσική, χωρίς μέλος
10. (για μουσ.) αυτός που εκτελείται μόνον από μουσικά όργανα χωρίς να συνοδεύεται από τραγούδι, ενόργανος
11. γραμμ. (για φωνήεν) αυτός που φέρει ψιλή, ψιλό πνεύμα
12. απλός, μονός
13. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ψιλοί
στρ. ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, όπως ήταν οι τοξότες, αλλ. γυμνοί ή γυμνῆται («τούτων δὲ τοὺς πεντακισχιλίους ἐόντας Σπαρτιήτας ἐφύλασσον ψιλοὶ τῶν εἱλώτων πεντακισχίλιοι», Ηρόδ.)
14. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψιλόν
στρ. ελαφρά οπλισμένο στράτευμα
15. φρ. α) «ψιλὴ γεωργία» — η καλλιέργεια τής γης με σιτάρι και, γενικά, με δημητριακά (Αριστοτ.)
β) «ψιλὴ γῆ» — μη φυτευμένη, άδενδρη γη (Λυσ.)
γ) «ψιλὸς θρίδαξ» — μαρούλι τού οποίου τα πλάγια φύλλα έχουν κοπεί (Ηρόδ.)
δ) «ψιλὴ μάχαιρα» — μαχαίρι χωρίς θήκη (Ξεν.)
ε) «ψιλὴ θάλασσα» — μόνον θάλασσα, χωρίς τίποτε άλλο (Αριστείδ.)
στ) «ψιλὴ κεφαλή»
στρ. κεφάλι χωρίς περικεφαλαία (Ξεν.)
ζ) «ψιλὸς ἵππος»
στρ. άλογο χωρίς την αναγκαία σκευή (Ξεν.)
η) «ψιλὸς λόγος» — λόγος που αποτελεί απλό ισχυρισμό, που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις (Δημοσθ.)
θ) «ψιλοὶ λόγοι» — διαλεκτικές αφηρημένες έννοιες (Δημοσθ.)
ι) «ψιλὴ φωνή» — ο απλός ήχος τής ανθρώπινης φωνής (Δίον. Αλ.)
ια) «ψιλῷ λόγῳ» — προφορικά (Ευσ.)
ιβ) «ψιλὸς αὐλητής» — αυλητής που παίζει αυλό χωρίς να τραγουδάει
ιγ) «ψιλὴ ἀριθμητική» — η αριθμητική, σε αντιδιαστολή προς την γεωμετρία (Πλάτ.)
ιδ) «ψιλὸν ὕδωρ» — νερό σκέτο, χωρίς κρασί (Ιπποκρ.)
ιε) «ψιλοὶ ἄνδρες» — άνδρες χωρίς γυναίκες (Αντίπ.)
ιστ) «ψιλαὶ Περσικαί» — περσικοί τάπητες (Καλλίξ.).
επίρρ...
ψιλῶς Α
μόνον, απλώς («ἕνεκα τοῡ ψιλῶς εἰπεῑν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ψι-λός, με επίθημα -λός (πρβλ. ψω-λός), συνδέεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, με τη ρίζα τού ψήω* / ψῆν «τρίβω». Για τον φωνηεντισμό -ι- τού επιθ., που οφείλεται πιθανότατα σε ελληνική καινοτομία, πρβλ. το ρ. ψίω*.
ΠΑΡ. ψιλώ(νω)
αρχ.
ψίλαξ, ψιλής, ψιλίζομαι, ψιλικός, ψιλότης
νεοελλ.
ψιλάδα, ψιλαίνω, ψιλούρα, ψιλούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ψιλαγός, ψιλόδορος, ψιλοκέραμος, ψιλοκιθαριστής, ψιλοκόρρης, ψιλόκουρος, ψιλομετρία, ψιλοποιῶ, ψιλόταπις, ψιλοτοπαρχία, ψιλότοπος, ψιλόφυτος
αρχ.-μσν.
ψιλόπλευρον
μσν.
ψιλάνθρωπος, ψιλόκερως, ψιλόκρανος, ψιλόμαλλον
νεοελλ.
ψιλοστόμαχος, ψιλότσεφλος, ψιλοφαδιάζω, ψιλόφλουδος, ψιλοχάραγος. (Για νεοελλ. σύνθ. με α' συνθετικό ψιλός βλ. επίσης λ. ψιλό-). (Β' συνθετικό) άψιλος
αρχ.
ακρόψιλος, διάψιλος, οπισθόψιλος, υπόψιλος, φιλόψιλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψιλός — ψῑλός , ψιλός bare masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλός — ή, ό 1. λεπτός, λιανός, φτενός: Κόψε μου μια ψιλή φέτα ψωμί. 2. σχετικά με φωνή, οξύς, διαπεραστικός: Έχει μια ψιλή φωνούλα. 3. στη γραμματική, «ψιλά σύμφωνα» είναι τα σύμφωνα κ, π, τ που προφέρονται χωρίς πνοή αέρα. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλούτσικος — η, ο / ψιλούτζικος, η, ον, ΝΜ κάπως ψιλός, αρκετά ψιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μεγαλ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • ψιλά — ψῑλά , ψιλός bare neut nom/voc/acc pl ψῑλά̱ , ψιλός bare fem nom/voc/acc dual ψῑλά̱ , ψιλός bare fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότερον — ψῑλότερον , ψιλός bare adverbial comp ψῑλότερον , ψιλός bare masc acc comp sg ψῑλότερον , ψιλός bare neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Psiloi — In Ancient Greek warfare, Psiloi (Ancient Greek ψιλοί, singular ψιλός [Henry George Liddell Robert Scott, A Greek English Lexicon , [http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text.jsp?doc=Perseus:text:1999.04.0057:entry=yi lo/s ψιλός] .] , literally… …   Wikipedia

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • ψίλαξ — ακος, ὁ, Α ψιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՒՐԲ — (նրբի, ից, կամ ոյ, ոց.) NBH 2 0452 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. λεπτός, ψιλός tenuis, subtilis, minutus ἱσχνός exilis. Բարակ. անօսր. անգայտ. սուր. նուազ ըստ լայնութեան. անմասն ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՈՍԿ — (ոյ կամ ի.) NBH 2 0728 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. κενός vacuus λιτός simplex ψιλός tenuis, purus, nudus, merus. Միայն. լոկ. սին. սատակ. մերկ. լերկ. պարզ. անշուք. թեթեւ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”